- ἀμφισβητήσιμα
- ἀμφισβητήσιμοςdisputableneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμφισβητήσιμος — η, ο (Α ἀμφισβητήσιμος, ον) [ἀμφισβητῶ] αυτός που επιδέχεται αμφισβήτηση, αυτός για τον οποίο υπάρχει διαφωνία, αντίρρηση αρχ. 1. (το ουδέτερο στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) τὰ ἀμφισβητήσιμα διαφιλονικούμενη περιουσία 2. φρ. «χώρα ἀμφισβητήσιμος» … Dictionary of Greek
Μπογκομόλετς, Αλεξάντρ Αλεξάντροβιτς — (1881 – 1946). Ρώσος βιολόγος. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο Νοβοροσίνσκι της Οδησσού, απ’ όπου αποφοίτησε το 1906. Διετέλεσε καθηγητής του Πανεπιστημίου του Σαράτοφ (1911 25), καθηγητής της ιατρικής στο δεύτερο πανεπιστήμιο της Μόσχας (1925 31) και … Dictionary of Greek